- οικειώ
- οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος]1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)2. μέσ. οἰκειοῡμαι, -όομαια) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τόν κάνω φίλο μου4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)β) γίνομαι φίλοςγ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)δ) εξοικειώνομαι με κάτιε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μουστ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.